Sunday, November 21, 2010

Κόλιν Γουώρντ – Ο αναρχισμός ως μια θεωρία οργάνωσης


δημοσιεύει (και μεταφράζει από κοινού με τον καλό φίλο και σύντροφο Θοδωρή Σάρα) ο risinggalaxy
Το εξαιρετικό κείμενο που ακολουθεί το αλίευσα από το http://www.panarchy.org
Είναι η αρχή μιας προσπάθειας για τη μετάφραση κειμένων, θεωρητικού περιεχομένου, αλλά σχετικά με θέματα που αφορούν την απτή καθημερινότητα μας. Το συγκεκριμένο κείμενο μου τράβηξε τη προσοχή μιας και το θέμα με της δημόσιες συγκοινωνίες και το ξεπούλημα του ΟΣΕ, θεωρώ ότι είναι άκρως σημαντικό. Ο Κόλιν Γουώρντ έγινε γνωστός αλλά και πολύ αγαπητός από την εμπλοκή του και την ενασχόληση του με θέματα της καθημερινότητας(every day anarchism). Στα ελληνικά μπορεί να διαβάσει κανείς το επίκαιρο: “Ελευθερία της κίνησης μετά το αυτοκίνητο” από τις εκδόσεις Άρδην, στο οποίο ο Γουώρντ μεταξύ άλλων καταγράφει και την εμπειρία του από τους αγώνες των τοπικών συμβουλίων στην Αγγλία,υπέρ του σιδηρόδρομου και των δημόσιων συγκοινωνιών.

Κόλιν Γουώρντ – Ο Αναρχισμός ως μια θεωρία οργάνωσης
Σημείωση: Αυτό το κείμενο δείχνει τις ομοιότητες μεταξύ του αναρχισμού και των αρχών των περίπλοκων συστημάτων που αποτελούνται από πολλές αλληλένδετες μονάδες. Ίσως, μόνο όταν αντικατασταθεί η μηχανιστική θεώρηση του κόσμου από μια κυβερνητική [1] , ο αναρχισμός ως οργάνωση να αναγνωρισθεί τελικά και να γίνει αποδεκτός.

Thursday, November 11, 2010

Πολυπλοκότητα, Εξέλιξη, Αυτοοργάνωση

Interview at the Research Days 2009 with Prof. Dr. Francis Heylighen from the Evolution, Complexity and Cognition group of the Free University of Brussels.

Wednesday, October 13, 2010

ΣΧΟΛΕΙΑ - ΟΧΙ ΠΙΑ

Colin Ward (Chapter IX, Anarchy in Action, 1973)

Μετάφραση – επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας


Από το An Account of the Seminary That Will Be Opened on Monday the Fourth Day of August at Epsom in Surrey (1783) του William Godwin στο Compulsory Mis- education (1964) του Paul Goodman , ο αναρχισμός έχει επίμονα θεωρηθεί καθεαυτός ότι έχει διακριτές και επαναστατικές συνέπειες για την εκπαίδευση. Όντως, κανένα άλλο κίνημα δεν έχει αναθέσει στις εκπαιδευτικές αρχές, έννοιες, πειράματα, και πρακτικές πιο σημαντικό χώρο στα γραπτά και τις δραστηριότητες του.

KRIMERMAN and PERRY, Patterns of Anarchy (1966)

Τελικά η κοινωνική λειτουργία της εκπαίδευσης είναι η διαιώνιση της κοινωνίας: είναι η λειτουργία της κοινωνικοποίησης. Η κοινωνία εγγυάται το μέλλον της ανατρέφοντας κατά εικόνα τα παιδιά της της. Στις παραδοσιακές κοινωνίες ο χωρικός ανατρέφει τους γιους του για να καλλιεργούν το έδαφος, ο άνθρωπος της εξουσίας τους ανατρέφει για να χειριστούν την εξουσία, και ο παπάς τους διδάσκει την αναγκαιότητα του ιερατείου. Στις μοντέρνες κοινωνίες της κυβερνητικότητας, όπως το θέτει ο Frank MacKinnon, “Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι το μεγαλύτερο εργαλείο για το μοντέρνο κράτος για να πει στους ανθρώπους τι να κάνουν. Εγγράφει πεντάχρονα και προσπαθεί να καθοδηγήσει τη διανοητική, και μεγάλο μέρος από την κοινωνική, φυσική και ηθική ανάπτυξη τους για δώδεκα ή και περισσότερα χρόνια της διαμόρφωσης των ζωών τους.[1]



Thursday, September 09, 2010

Αναρχία και μεταδομισμός

Μία συνέντευξη με τον Saul Newman
στους by Sureyyya Evren, Kursad Kiziltug, Erden Kosova

Μετάφραση – Επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας

[θεματικές:
αναρχία, μετααναρχισμός, μεταδομισμός ενάντια σε μεταμονερνισμό, εξουσία, αντίσταση,, επανάσταση, εξέγερση, αντιπαγκοσμιοποίηση, Ζαπατίστας, υποκείμενο, διϋποκειμενικότητα, ουσιοκρατία, ψυχανάλυση]

[ανάκτηση από: http://community.livejournal.com/siyahi/2019.html

3/9/2010 16:32]

1.Πώς αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον σας σε σχέση με τον συνδυασμό μεταδομισμού και αναρχισμού; Και ποιες ήταν οι κύριες επιρροές σoυ από τον μεταμαρξισμό, τον Ernesto Laclau, τον Hakim Bey, τον Todd May ή άλλα έργα;

Ήμουν βασικά αναρχικός πριν ακόμα ξεκινήσω να ενδιαφέρομαι για τον μεταδομισμό. Προήλθα από τις μαρξιστικές και τροτσικστικές παραδόσεις και αφού απογοητεύτηκα με τον λανθάνοντα αυταρχισμό τους – την βασική τους ανικανότητα να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της κρατικής εξουσίας – άρχισα να ενδιαφέρομαι για τον αναρχισμό, κύρια ως κριτική του Μαρξισμού. Λίγο αργότερα ξεκίνησα να ενδιαφέρομαι για τη μεταδομιστική θεωρία – κυρίως τον Foucault και την κριτική του για την εξουσία. Η ανάλυση του Foucault για τα καθέκαστα της εξουσίας – οι πολλαπλές και κρυμμένες κυριαρχίες που πάνε πίσω από το οικοδόμημα της δημοκρατίας και του κυρίαρχου κράτους, μέσα σε θεσμούς όπως η φυλακή και τα άσυλα, και σε λόγους της γνώσης που συνήθως τους θεωρούμε πολιτικά ουδέτερους και αθώους – φαινόταν να είναι απίστευτα σχετική με τους σύγχρονους πολιτικούς κοινωνικούς αγώνες. Ήταν επίσης καθαρό ότι εδώ σιωπηρά υπήρχε μία δυνατή αντι-αυταρχική πολιτική ηθική, που επέκτεινε την κλασσική αναρχική κριτική της εξουσίας σε άλλους τόπους της κυριαρχίας, ενώ την ίδια στιγμή, έκανε την επιστημολογική βάση της κριτικής αυτής προβληματική, απορρίπτοντας τις υποθέσεις για την ανθρώπινη φύση και την ορθολογικότητα. Έτσι ενώ η πολιτική ηθική του Foucault έχει περιγραφεί ως “ελευθεριακή” ή “αναρχική”, είναι καθαρά ένας αναρχισμός διαφορετικού είδους, ένας που ξεγυμνώνει τα οντολογικά θεμέλια στον ανθρωπισμό και τον Διαφωτισμό.

'Επειτα φαινόταν, ότι υπήρχε ένα είδος ανείπωτου διαλόγου, ή πιθανού διαλόγου – ανάμεσα στον αναρχισμό και τη μεταδομιστική θεωρία, και ότι το ένα είχε συνέπειες πάνω στο άλλο. Και έτσι φαινόταν λογικό να προσπαθήσω να τα διαβάσω μαζί – για να δω αν ήταν πιθανό να ξαναστοχαστώ τον αναρχισμό με ένα νέο φως, για να δω εάν μπορούσε να αναζωογονηθεί και να γίνει πιο σχετικός με τις σημερινές ριζοσπαστικές πολιτικές. Στην πραγματικότητα, όταν πρωτοξεκίνησα να ερευνώ το θέμα για το Διδακτορικό μου ένιωσα έκπληξη ότι υπήρχε στο πουθενά κάτι που να έχει γραφτεί εκτός από το σπερματικό βιβλίο του Todd May, το οποίο ήταν και μεγάλη επιρροή. Ο May έχει μία ελαφριά διαφορετική θεωρητική προσέγγιση από μένα, αλλά και οι δύο διαπιστώσαμε σημαντικά σημεία διασταύρωσης ανάμεσα στην κλασσική αναρχική σκέψη και τη σύγχρονη μεταδομιστική θεωρία – κύρια στην έμφαση τους στην αντι-αυταρχική και αντι-αντιπροσωπευτική πολιτική. Εκεί που απέκλινα από τον May είναι η στροφή μου από μία καθαρά μεταμοντέρνα “πολιτική της διαφοράς” σε μία περισσότερο Λακανική εστίαση στο Πραγματικό ως αυτό που εξαρθρώνεται και την ίδια στιγμή, θεσμίζει το υποκείμενο στην έλλειψη του/της. Κι εδώ το μεταμαρξιστικό πρόγραμμα των Laclau και Mouffe ήταν μία σημαντική αναφορά για εμένα. Φαινόταν ότι υπήρχε μία παραλληλότητα ανάμεσα στο μεταμαρξιστικό διάβασμα του Μαρξισμού από τον Laclau (μέσω των Lacan, Derrida, Wittgenstein, και φυσικά του Gramsci) και την μεταδομιστική επαναδιαμόρφωση του κλασσικού αναρχισμού. Και τα δύο σχέδια επιτέθηκαν στις ουσιοκρατικές έννοιες και τις διαλεκτικές αφηγήσεις που ήταν στην καρδιά αυτών των λόγων, και έδιναν έμφαση σε μία αντι-αυταρχική και αντιθεσμική και ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική. Υπήρχαν φυσικά και άλλες επιρροές όπως οι Zizek, Agamben, Badiou, σε κάποιο βαθμό, και ο Claude Lefort, ανάμεσα σε άλλους.

Tuesday, August 31, 2010

Ο Κροπότκιν,η Εξουσία, και το Κράτος

του Sam Haraway
Ανάκτηση: http://anarchiststudies.org/node/481

Μετάφραση - Επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας

[οι σημειώσεις του μεταφραστή ακολουθούν την κλίμακα του ελληνικού αλφαβήτου]



Η αναρχική πολιτική θεωρία είναι ίσως μία από τις πιο παραμελημένες παραδόσεις στη σύγχρονη πολιτική επιστήμη. Παρόλα αυτά, αναλογιζόμενοι πέρα από το παράδειγμα του κράτους είναι ουσιαστική. Εδώ ερευνούμε τη δουλειά ενός αναρχικού στοχαστή με μεγάλη επιρροή, του Peter Kropotkin, εξετάζοντας τη συζήτηση που παρουσιάζεται στο κείμενο του “Αναρχισμός: Η φιλοσοφία και το ιδανικό της”, από την άποψη του ξεκαθαρίσματος της απόρριψης του καπιταλισμού και του κράτους. [α] Εξετάζουμε τις ερμηνείες της συζήτησης του Κροπότκιν από αξιόλογους μεταδομιστές αναρχικούς – εν συντομία μετααναρχικούς– Saul Newman, Todd May, and Uri Gordon. [β] Επίσης μελετούμε την προσπάθεια της Ruth Kinna να αναθεωρήσει τον Κροπότκιν, με τη βοήθεια της μετααναρχικής κριτικής, και καταλήγουμε με ένα σύντομο σχόλιο στις δυνάμεις και τις αδυναμίες τόσο της συζήτησης του Κροπότκιν όσο και των ερμηνειών του. [γ]

Friday, August 27, 2010

Διανοούμενοι και εξουσία: μία συζήτηση ανάμεσα στον Μισέλ Φουκώ και τον Ζιλ Ντελέζ



Μετάφραση-επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας

Αυτό είναι ένα αντίγραφο μίας συζήτησης του 1972 ανάμεσα στους μεταδομιστές φιλόσοφους Mισέλ Φουκώ και Ζιλ Ντελέζ, που συζητάει τους δεσμούς ανάμεσα στους αγώνες των γυναικών, ομοφυλόφιλων, φυλακισμένων και την ταξική πάλη, και επίσης τη σχέση ανάμεσα στην θεωρία, την πρακτική και την εξουσία.

Το αντίγραφο αυτό εμφανίστηκε πρώτη φορά στα αγγλικά στο βιβλίο ‘Language, Counter-Memory, Practice: selected essays and interviews by Michel Foucault’ edited by Donald F. Bouchard.

[θεματικές: εξουσία, αντίσταση, επανάσταση, μεταρρύθμιση, προλεταριάτο, κοινωνικά κινήματα, θεωρία, αντίλογος στην εξουσία]



Μισέλ Φουκώ : Ένας μαοϊκός κάποτε μου είπε: “Μπορώ εύκολα να καταλάβω την πρόθεση του Σάρτρ να βρεθεί στο πλευρό μας· μπορώ εύκολα να καταλάβω τους σκοπούς και τη συμμετοχή του στην πολιτική· μπορώ να καταλάβω σε ένα βαθμό την θέση σου,αφού πάντα είχες ασχοληθεί με το πρόβλημα του εγκλεισμού. Αλλά ο Ντελέζ είναι ένα αίνιγμα” Σοκαρίστηκα από αυτή τη δήλωση, γιατί σε μένα η θέση σου φαινόταν πάντα καθαρή.


Ζιλ Ντελέζ
: Πιθανά είμαστε στη διαδικασία ενός πειραματισμού νέων σχέσεων ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική. Έναν καιρό η πρακτική θεωρήθηκε εφαρμογή της θεωρίας, μία συνέπεια· σε άλλες εποχές, έκανε άσχημα μία αντίθετη αίσθηση και θεωρήθηκε ότι εμπνέει τη θεωρία, για να είναι απαραίτητη για τη δημιουργία μελλοντικών θεωρητικών μορφών. Σε κάθε γεγονός, η σχέση γινόταν κατανοητή με όρους της διαδικασίας συνολοποίησης. Για εμάς, ωστόσο το ερώτημα φαίνεται με διαφορετικό φως. Οι σχέσεις ανάμεσα σε θεωρία και πρακτική είναι κάτι παραπέρα από μερικές και αποσπασματικές. Από τη μία πλευρά, η θεωρία είναι πάντα τοπική και σχετίζεται σε ένα περιορισμένο πεδίο, και εφαρμόζεται σε μία άλλη σφαίρα, περισσότερο ή λιγότερο απομακρυσμένη από αυτή. Η σχέση που ισχύει στην εφαρμογή της θεωρίας δεν είναι πάντα αυτή της ομοιότητας. Επιπλέον, από τη στιγμή που η θεωρία μετακινείται στην κατάλληλη περιοχή της, ξεκινάει να συναντάει εμπόδια, τοίχους, και μπλοκαρίσματα που απαιτούν την αναμετάδοση της από έναν άλλο τύπο λόγου (είναι μέσω αυτού του άλλου λόγου που τελικά περνάει σε μία διαφορετική περιοχή.) Η πρακτική είναι μία ομάδα αναμεταδόσεων από ένα θεωρητικό σημείο σε ένα άλλο και η θεωρία μία αναμετάδοση από μία πρακτική σε μία άλλη. Καμία θεωρία δεν αναπτύσσεται χωρίς τελικά να συναντήσει έναν τοίχο, και η πρακτική είναι αναγκαίο να τρυπήσει αυτόν τον τοίχο. Για παράδειγμα, η εργασία σου ξεκινάει με τη θεωρητική ανάλυση του πλαισίου του εγκλεισμού, και ειδικότερα όσον αφορά το ψυχιατρικό άσυλο μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία τον 19ο αιώνα. Στη συνέχεια συνειδητοποιείς την ανάγκη των εγκλεισμένων ατόμων να μιλήσουν για τον εαυτό τους, να δημιουργήσουν μία αναμετάδοση (είναι πιθανό, αντίστροφα, η λειτουργία σου να ήταν ήδη αυτή της αναμετάδοσης σε σχέση με αυτούς) ·και αυτή η ομάδα θεμελιώνεται στις φυλακές – αυτά τα άτομα είναι φυλακισμένα. Ήταν μόνο σε αυτή τη βάση που ΕΣΥ οργάνωσες την ομάδα πληροφόρησης για τις φυλακές (G.I.P) (1), το αντικείμενο για να δημιουργήσεις τις συνθήκες που θα επιτρέψουν στους φυλακισμένους να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Θα μπορούσε να ήταν απόλυτα λανθασμένο να πεις, όπως συμπεραίνει και οι Μαοϊστής, πως με τη μετακίνηση σου σε αυτή την πρακτική εφάρμοζες τις θεωρίες σου. Αυτή δεν ήταν μία εφαρμογή·ούτε ήταν ένα σχέδιο για την αρχή των μεταρρυθμίσεων ή μία έρευνα με την παραδοσιακή έννοια. Η έμφαση ήταν απολύτως διαφορετική: ένα σύστημα αναμεταδόσεων μέσα σε μία μεγαλύτερη σφαίρα, μέσα σε μία πολλαπλότητα μερών που είναι τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά. Για εμάς ένας θεωρίζον διανοητής, δεν είναι πια ένα υποκείμενο, μία αντιπρόσωπος ή αντιπροσωπευόμενη συνείδηση. Εκείνοι που δρουν και παλεύουν δεν αντιπροσωπεύονται, ούτε από μία ομάδα ούτε από ένα σωματείο που απαλλοτριώνει το δικαίωμα τους να στέκονται συνειδητά. Ποιός μιλάει και δρά; Είναι πάντα μία πολλαπλότητα, αυτή που ακόμα και μέσα στο ίδιο το πρόσωπο μιλά και δρα. Όλοι είμαστε “γκρουπούσκουλα” (2) Η αντιπροσώπευση δεν υπάρχει πια· υπάρχει μόνο η θεωρητική δράση και η πρακτική δράση που υπηρετούν ως αναμετάδοση και διαμορφώνει δίκτυα.

Friday, August 20, 2010

Το άνθισμα των υποκειμενικοτήτων: επανεξετάζοντας τον ανταγωνισμό μέσα στην Έρημο της Κρίσης

του Ian Paul, 2010, Institute for anarchist studies

Μετάφραση- Επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας

[http://anarchiststudies.org/node/482 Ανάκτηση 19/8/2010 12:35 μμ]

Πώς οι διαδηλώσεις στο Πίτσμπουργκ προεικόνισαν νέα μοντέλα αντίστασης στη Βόρεια Αμερική [1]

[για την ιστορία οι διαμαρτυρίες ενάντια στη σύνοδο κορυφής των G20 έγιναν το Σεπτέμβρη του 2009.]



Κατά την τελευταία δεκαετία, βιώσαμε την κατάρρευση και διάλυση των κινημάτων αντίστασης ευρύτερης βάσης μέσα στις Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης σε μεγάλο βαθμό διαλύθηκε από τα ρεύματα της καταστολής που ακολούθησαν την ανάδυση των μηχανισμών ασφαλείας μετά την 11 Σεπτεμβρίου. Αμέσως μετά, το αντιπολεμικό κίνημα, που προηγήθηκε της εισβολής στο Ιράκ και έδωσε κίνηση στις κοινωνικές μηχανές από την μία άκρη του κόσμου στην άλλη, θρυμματίστηκε κάτω από το βάρος της αποτυχίας του να αποτρέψει τον πόλεμο.

Η κατάρρευση των οικονομικών και πολιτικών μοντέλων που έχουν προσδιορίσει τις πρώτες ανάσες του 21ου αιώνα, συνοδεύτηκαν από την κατάρρευση της ικανότητας μας να είμαστε ανταγωνιστικοί και να δρούμε ενάντια σε τέτοια συστήματα. Παρόλα αυτά δύο βασικά μοντέλα συνέχισαν να είναι ενεργά από τους αντιεξουσιαστές και αντικαπιταλιστές στις Ενωμένες Πολιτείες (Ε.Π) – το οργανωτικό μοντέλο (που αντλεί τη δομή του από τις κολλεκτίβες του Ισπανικού εμφύλιου) και το μοντέλο των διαμαρτυριών κορυφής. (που προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τα αυτόνομα κινήματα της δεκαετίας του 80 και του 90.) Καθώς ο καπιταλισμός σκοντάφτει και τραυλίζει και οι δομές του παγκοσμιοποιούνται και μετασχηματίζονται, η ριζοσπαστική “αριστερά” έχει συνεχίσει να λειτουργεί μέσα σε αυτά τα αποτυχημένα μοντέλα που σε μεγάλο βαθμό έχουν γίνει αναποτελεσματικά.

Η κατάρρευση αυτών των μοντέλων δεν πρέπει ωστόσο να μας τρομάζει. Είναι μέσα στα μπάζα αυτών των τροχιών που αρχίζουμε να βρίσκουμε τα άνθη των νέων ανταγωνισμών μέσα στους οποίους σκηνοθετούμε τη σύγκρουση και την πάλη. Ενώ οι αγώνες του παρελθόντος είχαν κύρια εγχειρηματοποιηθεί μέσα στις παραδοσιακές νεωτερικές υποκειμενικότητες (όπου αρχικά διατυπώθηκαν κυρίως από τον Μαρξ και έπειτα επαναδιατυπώθηκαν από τους θεωρητικούς του φεμινισμού και των πολιτικών της ταυτότητας), νέες υποκειμενικότητες έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται, που μπορεί να μας προσφέρουν διαφορετικές ταυτότητες προς τις οποίες θα κινηθούμε.­

Saturday, August 07, 2010

Βιομηχανική κολλεκτιβοποίηση κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης

[Ανακτήθηκε από: http://libcom.org/library/industrial-collectivisation-spanish-revolution-hogan]
του Deirdre Hogan
Μετάφραση – επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας




Αν και ήταν στην ύπαιθρο όπου έλαβε χώρα η μεγαλύτερη αναρχική κοινωνικοποίηση, η επανάσταση έγινε στις μεγάλες και μικρές πόλεις. Σε αυτή την περίοδο σχεδόν 2 εκατομμύρια από τον συνολικό πληθυσμό των 24 εκατομμυρίων εργαζόταν στη βιομηχανία, 70% των οποίων συγκεντρωνόταν στην περιοχή της Καταλωνίας. Εκεί μέσα σε ώρες από τη φασιστική επίθεση οι εργάτες κατέλαβαν υπό τον έλεγχο τους 3000 επιχειρήσεις. Αυτό συμπεριλάμβανε όλες τις υπηρεσίες δημοσίων μεταφορών, ναυσιπλοΐα, ηλεκτρικές και εταιρείες ενέργειας, εργασίες αερίου και νερού, εργοστάσια μηχανών και αυτοκινήτων, ανθρακωρυχεία, τσιμεντοβιομηχανίες, κλωστοϋφαντουργίες και βιομηχανίες χαρτιού, ηλεκτρικών και χημικών προϊόντων, εργοστάσια υαλοποιίας και αρωματοποιίας, τροφίμων και μπυραρίες.

Σε αυτές τις βιομηχανικές περιοχές έγιναν κάποιες από τις πρώτες κολλεκτιβοποιήσεις. Παραμονή του στρατιωτικού πραξικοπήματος κηρύχτηκε από την CNT γενική απεργία. Όμως μόλις τελείωσε η πρώτη περίοδος της σύγκρουσης ήταν καθαρό ότι το επόμενο ζωτικό βήμα ήταν η συνέχιση της παραγωγής. Πολλοί από τους αστούς που συμπαθούσαν τον Φράνκο μετά την ήττα των στρατιωτικών δυνάμεων το σκάσανε. Αμέσως τα εργοστάσια και τα εργαστήρια τους καταλήφθηκαν και λειτούργησαν από τους εργαζόμενους. Κάποιες άλλες μερίδες των αστών ήταν απρόθυμες να κρατήσουν τα εργοστάσια ανοιχτά και κλείνοντας τα προσπάθησαν να συνεισφέρουν έμμεσα στο στόχο του Φράνκο. Κλείνοντας τα εργοστάσια και τα εργαστήρια θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη ανεργία και φτώχεια, που θα μπορούσε να βοηθήσει τον εχθρό. “Οι εργάτες το κατάλαβαν ενστικτωδώς, και ίδρυσαν σχεδόν σε όλα τα εργαστήρια, επιτροπές ελέγχου, που είχαν ως σκοπό να επιτηρούν την πρόοδο της παραγωγής, και να ελέγχουν την οικονομική θέση του ιδιοκτήτη κάθε εγκατάστασης. Σε πολλές περιπτώσεις, ο έλεγχος πέρασε γρήγορα από την επιτροπή ελέγχου, σε μία επιτροπή διαχείρισης, όπου ο εργοδότης συμμετείχε και αμοιβόταν με τον ίδιο μισθό. Με αυτόν τον τρόπο ένας αριθμός εργοστασίων και εργαστηρίων στην Καταλωνία πέρασε στα χέρια των εργατών, που συμμετείχαν σε αυτά.” [1]

Επίσης ήταν μεγάλης σημασίας να δημιουργηθεί χωρίς καθυστέρηση, η πολεμική βιομηχανία με σκοπό να τροφοδοτεί το μέτωπο και να ξανακινήσει το σύστημα μεταφορών προκειμένου πολιτοφύλακες και εφόδια να φτάνουν στο μέτωπο. Επομένως οι πρώτες απαλλοτριώσεις βιομηχανιών και δημόσιων υπηρεσιών έγιναν για να εξασφαλίσουν τη νίκη απέναντι στο φασισμό, με τους αναρχικούς αγωνιστές να αποκτούν πλεονέκτημα της κατάστασης, για να την σπρώξουν άμεσα προς τους σκοπούς της επανάστασης.

Friday, August 06, 2010

Εργατική διαχείριση στο Δημόσιο Σύστημα Μεταφορών, 1936-1939 στη Βαρκελώνη

του Tom Wetzel
[Ανάκτηση από http://www.uncanny.net/~wetzel/barcelonatransit1936.htm]

Μετάφραση- Επιμέλεια: Θοδωρής Σάρας




Η ιστορία της εργατικής διαχείρισης του συστήματος μεταφορών στη Βαρκελώνη,,στη δεκαετία του 30,κατά τη διάρκεια της επανάστασης και του ισπανικού εμφύλιου είναι η επιβεβαίωση της ικανότητας του κόσμου της εργασίας να διαχειριστεί άμεσα τις βιομηχανίες στις οποίες εργάζεται.

Στα χρόνια που προηγήθηκαν και οδήγησαν στην επανάσταση του 1936 έγιναν δριμύτατοι αγώνες των εργατών - όπως η μεγάλη αλλά ηττημένη απεργία των τραμ το 1935. Ένας αριθμός των αγωνιστών ηγετών της απεργίας είχε μπει στη φυλακή. Με τη νίκη των ελευθεριακών και σοσιαλδημοκρατών στις εθνικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 1936, οι φυλακισμένοι συνδικαλιστές απελευθερώθηκαν, και οι εργάτες του συστήματος μεταφορών της Βαρκελώνης άρχισαν να ξαναχτίζουν το σωματείο τους, το οποίο είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην πόλη κατά τη διάρκεια των επαναστατικών γεγονότων του '36.

Το 1936 το κύριο μέρος του μεταφορικού συστήματος της Βαρκελώνης ήταν κομμάτι ενός μεγάλου σιδηρόδρομου τραμ, που λειτουργούσε από την εταιρεία με την επωνυμία “Τραμ Βαρκελώνης” (Tranvias de Barcelona), και ανήκε σε Βέλγους επενδυτές. Η εταιρεία λειτουργούσε 60 γραμμές, που διασταύρωναν διασχίζοντας την πόλη μέχρι και τα κοντινά προάστια. Από τους 7.000 εργάτες της εταιρείας στο '36, οι 6.500 ανήκαν στο Σωματείο Μεταφορών της Εθνικής Ομοσπονδίας Εργασίας, γνωστής από τα ισπανικά αρχικά CNT. Η CNT ήταν μία ελευθεριακή συνδικαλιστική εργατική οργάνωση. Το Σωματείο Μεταφορών ήταν μία υψηλά δημοκρατική οργάνωση, που λειτουργούσε μέσω των συνελεύσεων των εργατών (γενικές συσκέψεις) και των συμβουλίων των εκλεγμένων εκπροσώπων τους (delegados). Για έναν συνδικαλιστή το σωματείο ήταν μέρος ενός επαναστατικού κοινωνικού κινήματος, που σκόπευε οι εργαζόμενοι να πάρουν άμεσα τη συλλογική διαχείριση των εργοστασίων, αντικαθιστώντας τα αφεντικά και τους καπιταλιστές επενδυτές, για να δημιουργήσουν μία οικονομία βασισμένη στην κοινή ιδιοκτησία της βιομηχανίας από όλη την κοινωνία.

Σε απάντηση των μεγάλων κινητοποιήσεων και απεργιών των Ισπανών εργατών, οι κεφαλές του ισπανικού στρατού, με την άμεση υποστήριξη της καπιταλιστικής ελίτ, προσπάθησαν να ρίξουν την ελευθεριακή κυβέρνηση, που ξεκίνησε τις εργασίες της στις 19 Ιουλίου του 36, για να συντρίψουν το ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα της χώρας. Συνδικαλιστικές ομάδες άμυνας με την υποστήριξη της βάσης της αστυνομίας ανταπάντησαν, νικώντας αρχικά τον στρατό στα δύο τρίτα της χώρας. Τα εργατικά σωματεία δημιούργησαν στη συνέχεια το “Λαϊκό στρατό” για να πολεμήσουν τον φασιστικό ισπανικό στρατό. Στις μέρες που ακολούθησαν την ήττα του στρατού τις Βαρκελώνης, τα σωματεία κινήθηκαν προς την απαλλοτρίωση των περισσότερων βιομηχανιών και τη δημιουργία νέων οργανώσεων άμεσης εργατικής διαχείρισης.

Wednesday, August 04, 2010

Οι κολλεκτίβες στην Επαναστατική Ισπανία

[Ανάκτηση από: http://flag.blackened.net/revolt/spain/coll_l.html, 1/8/2010]

του Lucien

Μετάφραση: Θοδωρής Σάρας



Η ισπανική επανάσταση ξεκίνησε ως επακόλουθο ενός αποτυχημένου ισπανικού πραξικοπήματος από τον Στρατηγό Φράνκο στις 18 Ιουλίου του 1936. Το πραξικόπημα υποστηρίχθηκε από συντηρητικές μερίδες του μεγάλου κεφαλαίου και της Εκκλησίας, και απέτυχε στο μεγαλύτερο μέρος της Ισπανίας καθώς αντιμετώπισε την ένοπλη αντίσταση των εργαζόμενων και των αγροτών, που οργανώθηκαν κύρια από το μεγάλο αναρχοσυνδικαλιστικό σωματείο, της Εθνικής Ομοσπονδίας Εργασίας (CNT), “Μέσα σε ώρες από την επίθεση του Φράνκο οι αναρχικοί εργαζόμενοι και αγρότες απέκτησαν άμεσο έλεγχο πάνω στα χωράφια, τις πόλεις, τα εργοστάσια και τα δίκτυα κοινωνικών υπηρεσιών και μεταφορών” (Breitbart 1979a: 60, επίσης Geurin 1970: 130-1) Αυτό ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της δύναμης του μαζικού αναρχοσυνδικαλιστή- εργαζόμενου και του αγροτικού κινήματος (Amsden 1979, Breitbart 1979a) ανάμεσα στους οποίους, όπως παρατηρούσε ένας Γερμανός, “το πρόβλημα της κοινωνικής επανάστασης συζητιόταν διαρκώς και συστηματικά στα σωματεία τους και τις συναντήσεις των ομάδων, στα κείμενα τους, τα φυλλάδια τους και τα βιβλία τους. (στο Geurin 1970: 121) Η CNT η οποία είχε την υποστήριξη της πλειοψηφίας των εργαζόμενων και των αγροτών, προσδιόριζε ως στόχο της τον “ελευθεριακό κομμουνισμό” ένα πρόγραμμα το οποίο καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο πρόγραμμα της Σαραγόσσα το Μάη του 1936. Για λόγους χώρου δεν θα προχωρήσουμε στη συζήτηση αυτού και άλλων εγγράφων της CNT, αλλά αρκεί να επισημάνουμε ότι η CNT ακολούθησε την παράδοση του αναρχοκομμουνισμού όπως περιγράφηκε και πιο πάνω. (για λεπτομέρειες του προγράμματος δες Geurin 1970: 121-6 και Guillen 1992: 8-11).



Ανάμεσα στον Ιούλη του 1936 και τον Ιανουάριο του 1938, τουλάχιστον δύο χιλιάδες αυτοδιαχειριζόμενες αγροτικές κολλεκτίβες διαμορφώθηκαν, σε δεκαπέντε εκατομμύρια acres απαλλοτριωμένης γης (ένα άκρ είναι περίπου 4 στρέμματα) και εφτά με οχτώ εκατομμύρια ανθρώπων επηρεαζόταν άμεσα ή έμμεσα από την κολλεκτιβοποίηση του 60% περίπου της ισπανικής γης (Breitbart 1979a: 60). Η κολλεκτιβοποίηση ήταν εθελοντική, και συνήθως ακολουθούσε τη σύσκεψη κάποιου χωριού όπου λάμβαναν την απόφαση της συγκέντρωσης των χωραφιών, των εργαλείων της παραγωγής, και της γης που καταλάμβαναν από τους κτηματίες, σε μία ενιαία παραγωγική μονάδα. Οι τεχνίτες, οι κουρείς και άλλοι μη εργάτες γης ομαδοποιούνταν επίσης σε κολλεκτίβες. (Geurin 1970) Μέσα σε μία τέτοια μονάδα, η γη χωριζόταν σε τεχνική βάση, ανάμεσα σε ομάδες εργασίας (brigada) των δέκα-δεκαπέντε ανθρώπων. Στην μπριγάδα, οι λιγότερο ευχάριστες εργασίες μοιραζόταν και γινόταν κυκλικά, ενώ κάθε άτομο ενθαρρυνόταν να εκτελέσει κάποια εργασία (ες) στην οποία είχε κάποια ικανότητα. (Breitbart 1979b, Geurin 1970) Επιτροπές διαχείρισης αποτελούμενες από μέλη που εναλλασσόταν κυκλικά στις θέσεις της, εκλεγόταν για να επιτηρούν τις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες της κολλεκτίβας, ενώ γινόταν μηνιαίες γενικές συνελεύσεις εργατών και μη – εργατών προκειμένου να επιθεωρήσουν τα σχέδια της παραγωγής, να αξιολογήσουν την πρόοδο και να επανασχεδιάσουν τα στάδια της παραγωγής. (Breitbart 1979b, Geurin 1970) Παντού κανένα καθήκον δεν έδινε υπεροχή πάνω σε άλλους, και κανένα μέλος δεν πληρωνόταν για την διευθυντική εργασία. Στις περισσότερες κολλεκτίβες, η πληρωμή γινόταν σύμφωνα με την ανάγκη, σε όλα τα μέλη εξασφαλιζόταν τροφή, ντύσιμο και κατοικία (Breitbart 1979b). Τα αγαθά αυτά εξασφαλιζόταν μέσω εκλεγμένων επιτροπών καταναλωτών, που οργάνωναν τα αποθέματα και την κατανομή τους μέσω “συνεταιριστικών αποθηκών” πολλές από τις οποίες τοποθετήθηκαν σε παλιές εκκλησίες. Γενικότερα εκκλησίες, μοναστήρια, παλιά στρατόπεδα και αρχοντικά μετατράπηκαν σε σχολεία, σινεμά, βιβλιοθήκες γκαράζ, γηροκομεία ή νοσοκομεία. (εγκαταστάσεις που δεν υπήρχαν πριν την επανάσταση στην ύπαιθρο) (Breitbart 1979b). Η εκπαίδευση ήταν ελεύθερη και υποχρεωτική για όλα τα παιδιά μέχρι τα δεκατέσσερα. (Geurin 1970)

Saturday, June 19, 2010

Εξεγείρομαι, άρα υπάρχω






Αναρώτηση.... μία διαδικασία αναστοχασμού και ανάρρωσης. Από τις τοξίνες του καθημερινού πολιτισμού μας. Άραγε ποια είναι εκείνη η ενδόμυχη πλευρά του εαυτού μου, του κοινωνικού εαυτού μου, που ενσαρκώνει σε μία φράση το ιδιαίτερο της ύπαρξης μου;

Εξέγερση ... εξέγερση χωρίς τελικότητες, χωρίς αναζήτηση ά-τοπων, ου-τοπων, άρνηση της δυστοπίας του παρόντος, σχεδιασμός μίας διαρκούς επίθεσης προς το άπειρο που περικλείεται μέσα στο κενό...

Εξέγερση, η διαρκής αναφορά στη διαδικασία της αυτόνομης θέσμισης μου, μέσα σε μία πνιγερή και αδιάφορη πραγματικότητα, συμβόλων, και σημείων στίξης... όπου οι ανάσες μας γίνονται γραμμικές διαδικασίες μίας παραγωγής, μίας κατανάλωσης, κι ενός θεάματος. Όπου τα σώματα μας διατάσσονται σε γραμμές και στήλες για να πειθαρχήσουν στην επιθυμία ενός συλλογικού φαντασιακού καταναγκασμού, για το πρέπει του κοινωνικού προορισμού.

Εξέγερση ενάντια στο όχι, το μη-, την άρνηση, το άτομο, το παρόν και το μέλλον. Με ένα παρελθόν γεμάτο στιγμές από πόνο και θλίψη, χαρά και ευτυχία, όπου συναισθήματα, σώματα, λέξεις και πράγματα συνδέονται σε ένα ρίζωμα, σε ένα μεγάλο δέντρο... το δέντρο της ζωής μας.

Εξέγερση για τη ζωή, σε ένα παιχνίδι μέσα στο δρόμο, στις συντροφιές των πάρκων, στις αγκαλιές των ερωτευμένων. Εξέγερση πέρα από το καλό και το κακό, για την ελεύθερη συνύπαρξη των πώς και των γιατί, των δακρύων και των χαμόγελων, του μαύρου και του κόκκινου στον μπλε πίνακα της δημιουργίας.

Εξέγερση, ζωή, δημιουργία, η χαρά της καταστροφής, το απέραντο πανηγύρι της ύπαρξης, όπου οι στίχοι γίνονται πέτρες, οι ώμοι μας στήριγμα της επιθυμίας, καθώς στεκόμαστε ο ένας πλάϊ στον άλλον, απέναντι στον μπάτσο, το αφεντικό, τον πατέρα, τη μητέρα, τον ειδικό, τον ηγεμόνα και ιερέα... στον νταβαντζή... απέναντι τους όχι ως πρόσωπα αλλά ως σώματα πειθαρχημένα, έτοιμα να ταράξουν στο όνομα της ταυτότητας, τους απείθαρχους κύκλους των συλλογικών μας παιχνιδιών.

Εξέγερση ενάντια στον εαυτό μου, έναν άναρχο βολεμένο μέσα στα σχήματα της καθημερινής μου γραμμικής τροχιάς: από το σπίτι στη δουλειά, από τη δουλειά στο μπακάλη, και ύστερα στο μανάβη και από εκεί για καφέ και φαγητό, κριτική στον πόλεμο, και λίγο ποίηση ... και έπειτα ύπνος κριτικά βαθύς μέσα στην πλήξη της ρουτίνας...

Εξέγερση ενάντια στο χώρο και στο χρόνο, τη διάταξη του ονείρου μέσα στις πολιτισμένες νόρμες των εργοστασίων, των σχολείων, των εκλογών, του κόμματος και της ψυχαναλύτριας. Εξέγερση ενάντια στο μύθο της εξέλιξης, της πρόοδου και του καθήκοντος.

Εξέγερση για μένα, για σένα για μας... πέρα από μένα, από σένα και από εμάς... Εξέγερση, η διαρκής κίνηση της ύπαρξης, η αδιάκοπη έκρηξη του παρόντος, η απεριόριστη αναίρεση του μέλλοντος, το ατελείωτο παιχνίδι της δημιουργίας.

Monday, May 24, 2010

Ελαστικοποίηση – εντατικοποίηση – ‘αυτοαξιολόγηση’ (και το μάθημα της ελευθερίας)

Άρθρο στο Ροσινάντε Μαϊου

Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα γέννημα αλλά και κομμάτι του κοινωνικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους προσαρμόζεται στην αρχή του 21ου αιώνα, στη λογική της ελαστικής κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Η βασική σχέση ανάμεσα σε αφεντικό και μισθωτό σκλάβο είναι αυτή της ευέλικτης εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης, η οποία συνδέεται με τη διαρκή προσαρμογή της στην εισαγωγή τεχνολογίας, την κατανάλωση/ life style, και το θέαμα, που με τη σειρά τους συμβάλλουν στην ένταση της ταξικής πάλης τόσο ανάμεσα σε μερίδες της υπερεθνικής αστικής τάξης όσο και ανάμεσα σε αυτήν και την κατακερματισμένη σε παγκόσμιο επίπεδο εργατική τάξη.
Το κυρίαρχο μοντέλο της ελαστικής συσσώρευσης προσδιορίζει μεταξύ άλλων κοινωνικών σχέσεων το ελληνικό σχολείο. Στα πλαίσια των εκπαιδευτικών δομών εξελίσσεται μια διαρκής πάλη στα εξής επίπεδα: 1. ανάμεσα στο εκάστοτε αφεντικό (επιχείρηση ή κράτος) και τον εκπαιδευτικό., 2. ανάμεσα στην κυρίαρχη εκπαιδευτική δομή και τους εργαζόμενους γονείς, 3. ανάμεσα στην κυρίαρχη δομή και τους μαθητές 4. ανάμεσα σε καθηγητές και μαθητές. Ουσιαστικά το εκπαιδευτικό σύστημα διαμορφώνεται ως ένα τεράστιο εργοστάσιο, όπου αφεντικά και εργαζόμενοι διατάσσονται σε μία πολύπλοκη πυραμίδα ιεραρχικών σχέσεων εξουσίας, με δύο στόχους: α) την παραγωγή και αναπαραγωγή της σχέσης κεφαλαίου/εργασίας σε τεχνικό, πολιτικό, ιδεολογικό επίπεδο, β) τη διαρκή προσαρμογή του σχολείου - εργοστασίου στα νέα δεδομένα της ελαστικής συσσώρευσης, για την παραγωγή του εμπορεύματος-παιδεία. γ) την αναπαραγωγή άλλων κυρίαρχων ιεραρχικών κοινωνικών σχέσεων (εθνική ιδεολογία, σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, σχέση ξένου-ντόπιου εργάτη, μυστικοποίηση της επιστήμης κλπ)
Το πολυνομοσχέδιο της σιδηράς κας Αννούλας του ΠΑΣΟΚ στοχεύει ακριβώς στον καθορισμό των νέων ανταγωνιστικών όρων για τη διασφάλιση των τριών παραπάνω στόχων. Οι άξονες στους οποίους κατευθύνεται είναι οι εξής:
1.η γενίκευση των σχέσεων επισφάλειας μέσα από τη μετατροπή του εκπαιδευτικού σε ελαστικά εργαζόμενο, ο οποίος οφείλει να προσκομίζει διαρκώς πιστοποιητικά επάρκειας στον εργοδότη του.
2.Η εντατικοποίηση της εργασίας στα πλαίσια των σχολικών μονάδων μέσω της γενίκευσης του θεσμού του αναπληρωτή με μειωμένο ωράριο, και τη διεύρυνση των υπερωριών για τους μόνιμους εκπαιδευτικούς. Παράλληλα επιχειρείται η προσαρμογή του νεοπροσλαμβανόμενου εκπαιδευτικού στις ορέξεις των αφεντικών του, αφού για δύο χρόνια θα υπηρετεί ως δόκιμο μέλος κάτω από την εποπτεία του μέντορα του. Ο στόχος είναι η δημιουργία μίας εργασιακής δύναμης που πειθαρχεί και συμμορφώνεται με τις ιεραρχικές δομές της διοίκησης, εσωτερικεύοντας τον χρυσό κανόνα για την αύξηση της παραγωγικότητας, μέσω της διατήρησης της Τάξης. Στην ίδια λογική προβλέπεται και το πιστοποιητικό διοικητικής ή καθοδηγητικής επάρκειας των υποψήφιων διευθυντών.
3. Τα σχολεία ενσωματώνουν τη διαδικασία της Αυτοαξιολόγησης του έργου τους. Οι εκπαιδευτικοί εμπλέκονται σε τεχνικές αυτο-αξιολόγησης του παραγόμενου αποτελέσματος, σε σχέση με τους διακηρυγμένους από την εκάστοτε κεντρική διοίκηση στόχους. (στους τομείς: Πόρων και διοίκηση της σχολικής μονάδας, εφαρμογή προγράμματος, διαδικασίες του σχολείου, φοίτηση,κλπ) Η αξιολόγηση και ο έλεγχος της εκπαιδευτικής διαδικασίας, θα αφορά ουσιαστικά αποφάσεις που θα λαμβάνονται στα μουχλιασμένα γραφεία των κυρίαρχων, σε επίπεδο περιφέρειας με στόχο την πίεση και προσαρμογή εκπαιδευτικών, εργαζόμενων-γονέων και μαθητών στις γενικότερες αλλαγές που επιχειρούνται στο επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα σε κεφάλαιο-κράτος και εργασία.
Από την άλλη πλευρά με το πέρασμα των κρατικών σχολείων στη δομή των δήμων και την παράλληλη υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, επιτυγχάνεται η σταδιακή μετατροπή τους σε επιχειρήσεις. Στα πλαίσια αυτά η εργασία των εκπαιδευτικών οφείλει να ακολουθεί τη διαδικασία της ελαστικής κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, κοντολογίς να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά της επισφάλειας. Η αλλαγή αυτή όπως είναι λογικό θα οδηγήσει στη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων αναπαράγοντας και διευρύνοντας ουσιαστικά τις ταξικές και κοινωνικές ανισότητες, παράγοντας τους σύγχρονους υπήκοους και μισθωτούς σκλάβους. Έτσι η μετατροπή της μάθησης σε κερδοφόρο για τα αφεντικά εμπόρευμα γενικεύεται.
Οι επιχειρούμενες αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα είναι ένα κομμάτι από το παζλ της αναδιάρθρωσης που επιχειρούν η υπερεθνική αστική τάξη, το ελληνικό κράτος, σε συνεργασία με υπερεθνικούς σχηματισμούς όπως είναι αυτός της ΕΕ και του ΔΝΤ. Το επιβαλλόμενο πρόγραμμα σταθερότητας , διατάσσει την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στα αφεντικά και τους εργάτες, στα κρατικά και ιδιωτικά κολαστήρια. (Μειώσεις και πάγωμα αποδοχών, κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και παράλληλη μετατροπή τους σε ατομικές, αύξηση της έμμεσης φορολογίας, αύξηση του ποσοστού των απολύσεων, της ηλικίας συνταξιοδότησης, απελευθέρωση της ενέργειας κλπ). Παράλληλα η διοικητική αναδιάταξη του κράτους μέσω του Καλλικράτη, στοχεύει στη συγκέντρωση της δύναμης σε περιφέρειες και γενικές διοικήσεις, δηλαδή στην κορυφή της πυραμίδας.
Μπροστά στη συνολική ταξική επίθεση των αφεντικών ο κρατικο-γραφειοκρατικός συνδικαλισμός της ΟΛΜΕ δεν πρόκειται να οργανώσει καν τον οικονομικό αγώνα των εκπαιδευτικών. Από την άλλη πλευρά οι δυνάμεις της “παραδοσιακής” Αριστεράς ταλαντεύονται ανάμεσα σε φόρμουλες διαχείρισης της κρατικής και καπιταλιστικής κρίσης και στο επίπεδο της εκπαίδευσης. Για μας κρίνεται πλέον αναγκαία η από τα κάτω οργάνωση των αντιστάσεων μας σε μία κατεύθυνση, που δε θα διαπραγματεύεται με το κράτος το επίπεδο της μιζέρια μας, αλλά θα φτιάχνει τις δομές ενός νέου σχολείου ελευθερίας και δημιουργίας.
Η δημιουργία ή η ενίσχυση συνδικαλιστικών κινήσεων όπου ήδη υπάρχουν, που στοχεύουν στην ενίσχυση των άμεσων δημοκρατικών συνελεύσεων του κλάδου, μπορεί να βοηθήσει στην συγκέντρωση της δύναμης των εκπαιδευτικών σε ελευθεριακή ταξική κατεύθυνση σε επίπεδο σχολείου, κοινότητας, δήμου. Οι ελευθεριακές συνδικαλιστικές εκπαιδευτικές κινήσεις θα δρουν άμεσα τόσο στο επίπεδο της μη εφαρμογής των νέων μέτρων, όσο και στο επίπεδο της δημιουργίας ενός άλλου μοντέλου ελευθεριακής μάθησης, με βασικά χαρακτηριστικά την αυτόνομη δημιουργία της προσωπικότητας του μαθητή, την αντιιεραρχική αμεσοδημοκρατική λειτουργία της σχολικής κοινότητας (από δασκάλους, μαθητές, γονείς), τη σύνδεση της μάθησης με τις ανάγκες, τα συμφέροντα και τις επιθυμίες της εργατικής τάξης σε κάθε τόπο, την καλλιέργεια της αλληλεγγύης- της αμοιβαίας βοήθειας κλπ.
Όπως είναι λογικό το νέο μοντέλο της ελευθεριακής μάθησης δεν μπορεί να επιβιώσει στα πλαίσια της καπιταλιστικής και ιεραρχικά δομημένης κοινωνίας. Σε αυτό το επίπεδο ο αγώνας των εκπαιδευτικών πρέπει να στοχεύει στη γενίκευση και το συντονισμό όλων των συνδικαλιστικών κινήσεων και σωματείων των εργαζόμενων, σε αμεσοδημοκρατική βάση και αντικαπιταλιστική αντικρατική κατεύθυνση.
Βρισκόμαστε στην αρχή ενός μακροχρόνιου κοινωνικού πολέμου. Ως δημιουργοί δάσκαλοι οφείλουμε να αγωνιστούμε για το σπάσιμο των δεσμών μας, προσφέροντας στους συμμαθητές μας τόσο στο σχολείο όσο και στην κοινωνία το πιο σημαντικό μάθημα: ΑΥΤΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.

Tuesday, January 26, 2010

Η τάξη ως πλήθος εργατικών χεριών

'Αρθρο στο Ροσιναντε Ιανουαριου

Οι επιχειρήσεις στη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, προσαρμόζουν τις δομές και τις διαδικασίες τους στο μοντέλο της ελαστικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, με σκοπό να μειώσουν το υψηλό κόστος της εργασίας, στην περιόδου του φορντισμού όπου κράτος, εργοδοτικές και εργατικές οργανώσεις ρύθμιζαν τις ανταγωνιστικές τους σχέσεις μέσα από τη θέσμιση παρεμβατικών πολιτικών προνοιακού τύπου. Η έρευνα των καταναλωτικών συνηθειών του πλήθους των εργαζόμενων, η εισαγωγή νέων τεχνολογιών πληροφορίας επέτρεψαν τη μείωση του χρόνου παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, αυξάνοντας έτσι την παραγωγικότητα της εργασίας. Στη νέα φάση η αξία του εμπορεύματος αποκτά και μία τρίτη διάσταση αυτή της συμβολικής αξίας (δίπλα στην αξία χρήση και την ανταλλακτική αξία) οδηγώντας στην κοινωνία του θεάματος, των δικτύων και της πληροφορίας.
Η ελαστική συσσώρευση αφορά τα είδη ρύθμισης της σχέσης ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία, τις ώρες και τις μεθόδους εργασίας, και φυσικά την αγορά εργασίας. Βασικός στόχος είναι η μείωση του χρόνου ανακύκλωσης του κεφαλαίου τόσο στο επίπεδο της παραγωγής όσο και στο επίπεδο της κυκλοφορίας, μέσα από τη διαρκή προσαρμογή των συστημάτων οργάνωσης της παραγωγής, στις αλλαγές που γίνονται με την εισαγωγή τεχνολογίας, νέων καταναλωτικών προτύπων, νέων Life styles κλπ πάντα με σκοπό την αύξηση της εκμετάλλευσης των μισθωτών σκλάβων, και επομένως της παραγόμενης υπεραξίας.
Κατά τη μετάβαση στην ελαστική συσσώρευση συντελούνται αλλαγές 1) στην οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, με στόχο την παραγωγή στον ακριβή χρόνο (just in time production) 2) στη διεύθυνση της παραγωγής με την εισαγωγή της Διοίκησης ολικής Ποιότητας, που στοχεύει στην ενσωμάτωση της εργασίας στην κυρίαρχη οργανωτική κουλτούρα της επιχείρησης μέσα από την εσωτερίκευση των σκοπών, των στόχων και των αξιών της επιχείρησης, και τη χρήση της κοινωνικής έρευνας και επιστήμης. 3) στην εκτέλεση της εργασίας, με την ελαστικοποίηση της και τη διάσπαση της σε παράλληλους κόσμους, που διαπλέκονται μεταξύ τους (μερική απασχόληση, αυτοαπασχόληση κλπ)
Η γενίκευση των επισφαλών σχέσεων εργασίας απορρυθμίζει το προηγούμενο φορντικό στάδιο οργάνωσης της παραγωγής, αποδομώντας το σύνολο της εργατικής τάξης σε ένα πλήθος χεριών εργασίας με χαρακτηριστικά ανέργων (βιομηχανικός εφεδρικός στρατός εργασίας). Οι πρεκάριοι, μισο-εργάτες μισο-άνεργοι, βρίσκονται κυριολεκτικά με την εργατική τους δύναμη “παραπόδας”, “απελευθερωμένοι” από το σταθερό συμβόλαιο, διαμορφώνοντας μία “δύναμη ταχείας επέμβασης”, σε οποιοδήποτε τομέα της καπιταλιστικής συσσώρευσης κληθούν να υπηρετήσουν.
Η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας δεν οδηγεί σε μία αποβιομηχάνιση της καπιταλιστικής κοινωνίας ή σε μία μείωση του πληθυσμού της εργατικής τάξης, αλλά αντίθετα σε αύξηση της. Με το πέρασμα στη μεταφορντική εποχή των δικτύων δεν αίρεται η εκμετάλλευση των εργατών από τα αφεντικά, δεν εξαφανίζεται η εργατική τάξη αλλά αλλάζουν οι μέθοδοι με τις οποίες, η εκμετάλλευση γίνεται παραγωγικότερη. Όσο μάλιστα αυξάνεται η παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας τόσο μεγαλύτερη είναι η “πίεση των εργατών πάνω στα μέσα απασχόλησης τους, άρα τόσο πιο επισφαλής είναι ο όρος της ύπαρξης τους: η πούληση της δικής τους δύναμης για την αύξηση του ξένου πλούτου, δηλαδή για την αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου”. (Κάρλ Μάρξ, Το κεφάλαιο τόμος 1ος Το προτσές της συσσώρευσης του Κεφαλαίου)
Κάτω από τις συνθήκες επισφάλειας η εργασία εσωτερικεύει ακόμα περισσότερο τη πειθάρχηση στους σκοπούς της εκάστοτε επιχείρησης, αυξάνοντας έτσι τη δύναμη του κεφαλαίου πάνω στην εργασία. Όπως όλες οι μέθοδες αύξησης της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης έτσι και η εισαγωγή των νέων τρόπων οργάνωσης της εργασίας εφαρμόζονται σε βάρος του ατομικού εργάτη· και μετατρέπονται σε μέσα κυριαρχίας και εκμετάλλευσης του παραγωγού, κολοβώνοντας τον εργάτη κάνοντας τον μερικό άνθρωπο, υποβιβάζοντας τον σε εξάρτημα της μηχανής, μετατρέποντας όλο το χρόνο της ζωής του σε χρόνο εργασίας. (Κάρλ Μαρξ, ο.π)
Η ποιοτική διαφοροποίηση ανάμεσα στο σήμερα και το χθες των μεθόδων εκμετάλλευσης μας από τα αφεντικά, αφορά την αναγωγή της εργατικής δύναμης σε πληροφορία, την προσομοίωση της σε ψηφία μέσα σε τεράστιες βάσεις δεδομένων. Αυτή η πληροφοριοποίηση επιτρέπει τη διαρκή διάχυση της, τη διαρκή ευέλικτη προσαρμογή της στις ανάγκες του θεάματος, της κατανάλωσης, του life – styling, των οικονομικών κύκλων της συσσώρευσης. Έτσι η εργασιακή δύναμη διαπερνά τα σύνορα των συστημάτων σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο, ρέει από περιοχή σε περιοχή, από επιχείρηση σε επιχείρηση, από τομέα δραστηριότητας σε τομέα δραστηριότητας, απελευθερωμένη από τα χωρικά και χρονικά όρια των προηγούμενων εποχών. Όλες οι εκφράσεις της καθημερινής ζωής των εργατών (εργασία, σχολείο, οικογένεια, συνήθειες, κλπ) προσαρμόζονται στη δια βίου μεταβολή των ορέξεων του κεφαλαίου, στο εφήμερο των καπιταλιστικών κύκλων συσσώρευσης. οδηγώντας τελικά στον κατακερματισμό των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων και τη σχιζοφρένεια.
Η γενίκευση των επισφαλών σχέσεων εργασίας μετατρέπει την τάξη των προλετάριων σε ένα νομάδα, που η απελευθέρωση του βρίσκεται μέσα στην αναζήτηση νέων μορφών σύγκρουσης με το κεφάλαιο. Η σύγκρουση αυτή δεν πρέπει να περιοριστεί στο οικονομικό επίπεδο, γύρω από την αξίωση ενός νέου συστήματος ρύθμισης των σχέσεων εκμετάλλευσης, αλλά να επεκταθεί στη δημιουργία και διάχυση θεσμών αυτοοργάνωσης της κοινωνικής ζωής, που θα επιτρέπουν στους εργάτες την απεξάρτηση τους από την καπιταλιστική μηχανή της σχιζοφρένειας, και την πραγμάτωση της ευτυχίας μέσα από την ισότητα και την αλληλεγγύη όλων.